|
|
Το WordReference δεν έχει τη δυνατότητα να μεταφράσει αυτή τη φράση, μπορείτε όμως να κάνετε κλικ σε κάθε λέξη για να δείτε τη σημασία της:
Η φράση που αναζητήσατε δεν βρέθηκε. Η εγγραφή για τον όρο temper παρατίθεται στη συνέχεια. Δείτε επίσης: tempering | water
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: | Κύριες μεταφράσεις |
| temper n | (mood) | διάθεση ουσ θηλ |
| | Try to find out what temper the boss is in, before you ask for your pay rise. |
| | Προσπάθησε να καταλάβεις τι διάθεση έχει το αφεντικό πριν ζητήσεις αύξηση. |
| temper n | (ability to get angry) | θυμώνω εύκολα ρ αμ + επίρ |
| | (καθομιλουμένη) | αρπάζομαι εύκολα ρ αμ + επίρ |
| | (είμαι) | οξύθυμος επίθ |
| | (ιδιότητα) | οξυθυμία, νευρικότητα ουσ θηλ |
| | Hannah has a temper; it's best not to upset her. |
| | Η Χάνα είναι οξύθυμη· καλύτερα μην την εκνευρίσεις. |
| temper [sth]⇒ vtr | often passive (moderate, mitigate) | μετριάζω ρ μ |
| | (κάτι κακό) | απαλύνω, αμβλύνω ρ μ |
| | | μειώνω ρ μ |
| | George's boss tempered her negative appraisal with a few positive comments. | | | Karen's attraction to Brian was tempered by her knowledge of his criminal past. |
| | Το αφεντικό του Τζορτζ μετρίασε την αρνητική αξιολόγησή του με μερικά θετικά σχόλια. |
| | Η έλξη της Κάρεν για τον Μπράιαν μειώθηκε όταν έμαθε για το εγκληματικό παρελθόν του. |
| Επιπλέον μεταφράσεις |
| temper [sth] vtr | (iron, steel: strengthen) | κάνω επαναφορά περίφρ |
| | | επαναφέρω ρ μ |
| | The blacksmith tempered the steel, making sure it was strong enough to withstand many years of use. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
|
|